- μόριμος
- μόρῐμος, ον, poet. forA
μόρσιμος, μόριμον δέ οἵ ἐστ' ἀλέασθαι Il.20.302
;μ. υἱός Pi.O.2.38
;λάχος A.Ch.361
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόρσιμος, μόριμον δέ οἵ ἐστ' ἀλέασθαι Il.20.302
;μ. υἱός Pi.O.2.38
;λάχος A.Ch.361
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόριμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόριμος — η, ο (Α μόριμος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μόριμος εντομολ. γένος εντόμων τής οικογένειας cerambycidae αρχ. βλ. μόρσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μόρσιμος] … Dictionary of Greek
μόριμον — μόριμος masc/fem acc sg μόριμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρσιμος — η, ο (Α μόρσιμος και μόριμος, ον) 1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ ἐμοί», Αισχύλ.) 2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου, τού ολέθρου, τής καταστροφής … Dictionary of Greek